ἐνθουσιωδῶς

ἐνθουσιωδῶς
ἐνθουσιώδης
ecstatic
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενθουσιώδης — ες (AM ἐνθουσιώδης, ες) [ενθουσιάζω] 1. ο γεμάτος ενθουσιασμό («οι ενθουσιώδεις κραυγές τού πλήθους») 2. αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα («ενθουσιώδης νεολαία, άνθρωπος, τύπος» κ.λπ.) 3. αυτός που εμπνέεται από ενθουσιασμό. επίρρ... ενθουσιωδώς με …   Dictionary of Greek

  • εξυμνώ — (AM ἐξυμνῶ, έω) υμνώ ενθουσιωδώς, εγκωμιάζω …   Dictionary of Greek

  • ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») …   Dictionary of Greek

  • Γκράιερτς, Ότο φον- — (Otto von Greyerz, Βέρνη 1863 – 1940).Ελβετός θεατρικός συγγραφέας και διευθυντής θεάτρου. Η φήμη του είναι στενά συνδεδεμένη με το ενδιαφέρον που παρουσίασε στην Ελβετία το φέστσπιλ (Festspiel),ένα ιδιόμορφο είδος θεάματος με εορταστικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”